Ήταν μιά ηλικιωμένη μαύρη γάτα,
που ζούσε σε κάποιο νεκροταφείο εδώ και πολλά χρόνια.
Δεν θυμόταν πως έγινε κι έκανε σπίτι της το νεκροταφείο…
Κάτι το αφύσικο, αφού κάθε σοβαρή γάτα,
προτιμά να ζει σε κάποιο σπίτι, ή έστω σε μία γειτονιά ζωντανών.
Δεν παραπονιόταν όμως.
Η ζωή της ήταν εξαίσια οργανωμένη.
Οι επισκέπτες την τάιζαν ξηρή τροφή και της έβαζαν νεράκι, που μπορούσε να πιει και από τις βρύσες του νεκροταφείου.
Τις μέρες που φυσούσε και έβρεχε, είχε βρει φωλιά σε άδειες κρυπτες.
Όχι, δεν παραπονιόταν.
Ήξερε όλους τους τάφους
και με μεγάλη υπερηφάνεια μπορούσε να πει
ότι είχε ήδη πάρει αρκετούς υπνάκους σε πολλούς από αυτούς.
…Και ήρθε μια μέρα που η γάτα είδε κάτι πολύ παράξενο.
Ενα φάντασμα, που καθόταν σε μια ταφόπλακα του νεκροταφείου.
Η γάτα κοίταξε το φάντασμα,
αλλά το φάντασμα κοιτούσε μόνο τον ουρανό.
Πέρασαν αρκετές ημέρες και εβδομάδες
και το φάντασμα καθόταν εκεί.
Κοιτάζοντας τον ουρανό.
Καμιά φορά η ηλικιωμενη γάτα γυρνούσε να κοίταξει και εκείνη τον ουρανό,
να δει τι ήταν αυτό που είχε τόσο γοητεύσει το φάντασμα,
αλλά δεν κατάφερνε ποτέ να δει κάτι
αρκετά ενδιαφέρον, για τα γατίσια της μάτια.
Πέρασαν ένα και δύο χρόνια, τρία και άλλα τέσσερα…
…Και η γάτα έγινε πιο αργή και πιο νυσταλέα.
Το φάντασμα, από την άλλη πλευρά, παρέμεινε όπως ήταν,
με το κεφάλι του στραμμένο προς τον ουρανό
και καθισμένο στην κορυφή αυτού του τάφου.
Ένα βράδυ, που είχε πολύ κρύο και ομίχλη,
η γάτα ένιωσε τα πόδια της παγωμένα.
Ενιωθε κουρασμένη, περπατούσε αργά και ήταν πολύ νυσταγμένη,
όσο δεν ήταν ποτέ σε όλη της τη ζωή.
Αποφάσισε να πάρει έναν υπνάκο.
Ηρθε σε έναν τάφο,
έκανε κύκλους μια-δυο φορές και ξαφνικά έπεσε κάτω ξέπνοη.
Έτρεμε, κρύωνε και κατάλαβε ότι δεν θα ξυπνήσει ξανά.
Άνοιξε τα μάτια της για τελευταία φορά και είδε με έκπληξη
ότι ο τάφος που είχε επιλέξει, για να πάρει τον τελευταίο της υπνάκο,
ήταν αυτός εκείνου του φαντάσματος.
Μόνο που το φάντασμα δεν έβλεπε πλέον τον ουρανό.
Τώρα, είχε γυρίσει το πρόσωπό του και την κοιτούσε.
Το φάντασμα τότε άπλωσε το χέρι του και την χάιδεψε
και η γάτα σταμάτησε να τρέμει.
Δεν είχε πια κρύο.
Εκείνη τη συννεφιασμένη μέρα,
κάτι ακούστηκε σε εκείνο το νεκροταφείο.
…Και αν υπήρχε κάποιος άλλος εκτός από τους νεκρούς,
σίγουρα θα το είχε ακούσει.
“Σε περίμενα πολύ καιρό ξεχασιάρα και νυσταγμένη γατούλα μου”.
Εμπνευσμένο, με λογής πονεμενα συναισθήματα, που αγγίζουν ευαίσθητες χορδές της ψυχής μας!
Οι γάτες δεν θα μπορούσαν να ζήσουν ποτέ σε τόση μοναξιά…
Η ψυχή μας όμως, μπορεί να αντέξει πολλα…
Όλες οι Ημέρες ανήκουν στη Μαύρη Γάτα, που την λατρεύουμε!
Ανοίξτε την αγκαλια σας και υιοθετήστε το “πανθηράκι”, που θα σας αλλάξει την ζωή!
©️ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΖΩΩΝ