Αξεπέραστος Καββαδίας…
Στη Θάλασσα και στο βουνό…
Σίγουρα άλογα, δοσίλογοι και ενδοτικοί δεν υπήρξαν…
Πάντα με τους γενναίους, στη πρώτη γραμμή…
Τιμή και δόξα στους ήρωες, που πολέμησαν τους επιδρομείς και τους κατακτητές
“Το να γράψει κανείς σ’ έναν άνθρωπο,
είναι ίσως εύκολο στους πολλούς.
Το να γράφει σ’ ένα ζώο, είναι αφάνταστα δύσκολο.
Για τούτο φοβάμαι.
Δεν θα τα καταφέρω.
Τα χέρια μου έχουνε σκληρύνει από τα λουριά σου,
κι η ψυχή μου από άλλη αιτία.
Όμως πρέπει.
Αισθάνομαι την ανάγκη.
Γι’ αυτό θα σου γράψω.
Στην αρχή δεν με ήθελες.
Καταλάβαινες σε μένα τον άπραγο με το αδύνατο χέρι.
Είχες δίκιο.
Ίσως για πρώτη φορά έβλεπα άλογο από τόσο κοντά.
Τ’ άλογα που είχα δει στη ζωή μου ήτανε στα τσίρκα,
που τα δουλεύανε κοζάκοι,
και στις κούρσες, που τα παίζαν οι άνθρωποι.
Αυτό με είχε πειράξει.
Δεν είστε προορισμένα για τόσο χαμηλές πράξεις.
Ας είναι…
Αυτό είναι μια άλλη ιστορία, καθώς λέει ο Κίπλινγκ,
αυτός που τόσο σας είχε αγαπήσει και ιστορήσει.
Το ξέρω πόσο σε κούρασα.
Στραβά φορτωμένο
ακολούθησες υποταχτικά στις πορείες της νύχτας.
Γρήγορα γίναμε φίλοι.
Με συνήθισες.
Έπαψα πια να σε χάνω μέσα στ’ άλλα τα ζώα της μονάδας μας.
Έπαψα να μη σε γνωρίζω.
Αν αρχίσω τα «θυμάσαι» δεν θα τελειώσω ποτέ.
Λατρεύω τη συντομία!
Θα σου θυμίσω μονάχα τρεις νύχτες μας.
(Απορώ με τον εαυτό μου απόψε.
Τόσο στοργικά δεν μίλησα ποτέ σε κανένα).
Θυμάσαι τη νύχτα με τη βροχή;
Ανελέητα και οι δυο μουσκεμένοι,
προχωρούσαμε μέσα στη νύχτα.
Μόνοι.
Σε οδηγούσα, ή με οδηγούσες;
Κάρφωνα τα νυσταγμένα μου μάτια στο νυχτερινό παραπέτασμα,
όπως δεν τα κάρφωσα
τότε που αναζητούσα φανάρια στη Βόρειο θάλασσα.
Η όσφρηση σου μας έσωσε.
Ένας στάβλος μάς έγινε άσυλο.
Παραμερίσαμε το σανό κι’ ανάψαμε μεγάλη φωτιά.
Λέω, ανάψαμε.
Εσύ μου ‘δινες θάρρος.
Ξαπλωμένος σ’άκουσα να μασάς.
Κατόπι σου μίλησα.
Ποτέ δεν συμφώνησα με τους ανθρώπους όπως τότε με σένα.
Κοιμηθήκαμε συζητώντας.
Εγώ ξαπλωμένος στο χόρτο.
Εσύ όρθιο.
Πόσοι άνθρωποι δεν κοιμούνται όρθιοι περπατώντας
δίχως να ‘χουν τη δική σου νόηση;
Ας είναι…
Η δεύτερη νύχτα:
Τότε που μπήκαμε μ’ άλλους πολλούς μες στη μάχη.
Μπορούσε κοντά από ‘κεί να κουβαλήσουμε τραυματίες.
Ακούσαμε μαζί τον θόρυβο του πολέμου και τον συνηθίσαμε.
Πήραμε το παλικάρι με το πληγωμένο πόδι και φύγαμε.
Ποτέ μου δεν σε είδα πιο προσεχτικό και τόσο αλαφροπάτητο.
Είχες ξεχάσει ‘κείνο το νευρικό σου συνήθειο
να πηδάς σηκώνοντας το σαμάρι.
Τα ‘χες όλα νιώσει ίσως πριν από μένα.
Και τώρα, η νύχτα στο βουνό με τη λάσπη:
Βαρυφορτωμένοι, κατάκοποι προχωρούσαμε.
Είν’ αφάνταστη η λύπη κι η κακομοιριά που δοκιμάζεις
σαν αισθάνεσαι να ‘σαι και να βλέπεις ανθρώπους και ζώα
και τα πάντα μες στη λάσπη.
Άλογα και μουλάρια πεσμένα μάς κόψανε το δρόμο.
Εμείς προχωρούσαμε.
Άξαφνα έπεσες.
Πέσαμε θέλω να πω.
Με τα δυο σου πόδια σπασμένα,
με το κεφάλι χωμένο στις λάσπες.
Θυμάσαι πόσο προσπάθησα.
Δεν το κατόρθωσα.
Πρέπει να νιώσεις καλά πως δεν φταίω.
Ποτέ δεν προσπάθησα τόσο.
Έμεινα δίπλα σου ολόκληρη νύχτα.
Πιο πέρα από μας ένας Ιταλός σκοτωμένος.
Πάνω μας η Μεγάλη Άρκτος, το Βόρειο Στέμμα,
ο Αστερισμός του Ωρίωνα ψιχάλιζαν φως.
Δεν είδα ποτέ πώς πεθαίνουν οι άνθρωποι.
Γύρισα πάντα τα μάτια μου από τον θάνατο.
Μα φαντάζομαι…
Παύω.
Φοβάμαι μήπως πω λόγο μεγάλο.
Φυλάω ακόμη το ξυστρί και τη βούρτσα σου.
Κι όταν κάποτε κι αυτά θα τα παραδώσω,
θα σε φυλάξω στη μνήμη μου.
Οι κάλοι των χεριών μου από τα λουριά σου
μου είναι τόσο αγαπητοί,
όσο εκείνοι που κάποτε απόχτησα στις θαλασσινές μου πορείες.
Θα σου ξαναγράψω!”…
Νίκος Καββαδίας
Κούδεσι, Μάρτης 1941
Ο Καββαδίας , ποιητής της θάλασσας,
βρέθηκε το 1940 να πολεμά στη στεριά.
Από τις 29 Οκτωβρίου 1940 έως 5 Φεβρουαρίου 1941
υπηρετεί στην 3η μοίρα ημιονηγών-τραυματιοφορέων.
Ο ίδιος αυτοσαρκάζεται
για την ικανότητά του σε αυτή τη θέση
σε ένα από τα ελάχιστα πεζά του κείμενα
με τίτλο «Του πολέμου»:
«Κείνο το χειμώνα σαλαγούσα ένα φορτωμένο μουλάρι
στους κατσικόδρομους της παραλιακής Αλβανίας.
Λένε πως το ζώο με πήγαινε και με κυβερνούσε.
Το ίδιο μού κάνει».
Το λογοτέχνημα αφηγείται την φιλοξενία
ενός Έλληνα στρατιώτη από κάποιον Αρβανίτη,
ενώ έχει γυριστεί και σε ταινία.
Κάποια στιγμή, το μουλάρι του ημιονηγού Καββαδία
αντικαταστάθηκε από ένα άτυχο άλογο
το οποίο ο ποιητής αποχαιρετά στο 2ο διήγημά του
με τίτλο «Στο άλογό μου»:
Στις 6 Φεβρουαρίου του 1941,
λόγω της ειδικότητάς του ως ασυρματιστής,
μετατίθεται στο σταθμό υποκλοπών της ΙΙΙ Μεραρχίας,
στον 3ο λόχο διαβιβάσεων
και απολύεται την 1/5/1941, μετά την συνθηκολόγηση.
Κατά την διάρκεια της Κατοχής παρέμεινε στην Αθήνα
και εντάχθηκε στο ΕΑΜ Λογοτεχνών-Ποιητών.
Με το τέλος του πολέμου, επιστρέφει στα πλοία
Αν μπορούσαμε να συνοψίσουμε την εντύπωση
που προκάλεσε το μέτωπο στον Καββαδία,
αυτό θα γινόταν με τις αδρές γραμμές της «Βάρδιας»:
«Μουσκεμένος, νηστικός και ατσίγαρος. (…)
Βλέπω ένα φαντάρο να μου κόβει το δρόμο. (…)
Άνοιξε το σακίδιο, μου ‘δωσε ένα κομμάτι κουραμάνα.
Κίνησε να φύγει, μα ξαναγύρισε.
Ανοιξ’ ένα πακέτο νούμερο δέκα
και μου ‘δωσε ένα τσιγάρο. (…)
— Πώς σε λένε; του φώναξα.
Στάσου…
— Φαντάρο με λένε (…)»
©️ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΖΩΩΝ