Πάντα ήθελε να’χει ένα άλογο που θα το φώναζε Ζαμπέτα.
Μη ρωτάς γιατί.
Δεν υπήρχε απάντηση.
Πρόσφυγας από τη Σμύρνη, στη Σαλονίκη
έπιασε δουλειά, στα εφτά του χρόνια, να βοηθήσει τη μάνα.
Το πρώτο αφεντικό ήταν τσαγκάρης.
Τρέξε να πεις του Ταμπή να φέρει έναν καφέ.
Τρέξε να πεις της κυράς να βάλει τη σκάφη να πλυθεί…
…Και πηγαίνω, ξέρει κείνη…
Τρέξε να ζητήξεις τον παρά από την κοκότα στο ψηλό σπίτι…
Ετοιμα τα παπούτσια.
Αμα δεν πληρώσει μπροστά, τίποτα δεν παίρνει.
Έτρεχε το ξυπόλητο, όλο πληγές οι πατούσες του…
…Και το αφεντικό, μια μέρα θα σου φτιάξω ένα ζευγάρι,
υποσχόταν βλέποντας τα αίματα.
Ποτέ δεν τα’ κανε.
Σε ένα από κείνα τα τρεξίματα, τα πρώτα ίσως,
είδε ένα κάρο που το’σερνε μουλάρι
Πώς γίνηκε και πρόσεξε τα ποδάρια του.
Θαύμασε… και ζήλεψε μαζί.
Ακόμη και το ζώο φορούσε παπούτσια.
Κάτι σκληρά, μαύρα πράγματα.
Οπλές, του είπε η μάνα κι έβγαλε τα χέρια από τα ζεματιστά νερά.
Ξενόπλενε για να ζήσουν.
Πίσω στην πατρίδα όμως είχε τελειώσει τις Καλόγριες
Ασε, άσε, δεν ήθελε να θυμάται.
Άλλαξε δουλειές, βοηθός στον καφενέ, μια δεκάρα παραπάνω.
Θεληματάρης σ’έναν μπαξεβάνη που είχε την αφρόκρεμα,
όπως έλεγε, για πελατεία.
Αλλη μια δεκάρα.
Είχε και τα τυχερά του.
Μερικές από τις υπηρέτριες
που παραλάμβαναν τα ψώνια των πλουσιόσπιτων,
του έδιναν ένα γλυκό.
Πιο σπάνια, καμιά πεντάρα από το υστέρημά τους.
Το λυπόνταν το ξυπόλητο.
…Κι έβγαινε κείνος στο δρόμο και χάζευε τα κάρα που περνούσαν…
Ετσι, του’ρχοταν να αγκαλιάσει τα ζώα από το λαιμό,
να φιλήσει το βελούδινο τρίχωμα,
να παίξει με τις χάντρες που’ταν κρεμασμένες στο κούτελό
και να τα ρωτήσει.
Πού είχαν βρει αυτά τα ωραία τους πατουσάκια
και δεν πληγώνονταν τα ποδάρια τους;
Έβαλε παπούτσια για πρώτη φορά στα δώδεκα
Στο μεταξύ, οι πατούσες του είχαν σκληρύνει τόσο πολύ,
που δεν τραυματιζόταν πια.
Μα το κακό είχε γίνει τότε που πάτησε ένα σκουριασμένο καρφί.
Είκοσι μέρες πυρετό και πύον, του’ μεινε μια μικρή κουτσαμάρα.
Ποιος της έδινε σημασία όταν δεν είχε να φάει.
Στον πόλεμο του ‘40,
κανονικά, δεν έπρεπε να πάει, λόγω του ποδιού, αλλά τον πήρανε,
‘βοηθητικό’ λέει.
Χτυπιόταν κι έκλαιγε η μάνα
Του τάδε τον γιο τον είχανε βγάλει φυματικό,
του άλλου τρελό και δεν πήγε.
Εμπαινε στα πλουσιόσπιτα για μπουγάδα, μάθαινε.
‘Βοηθητικός’ λοιπόν και τον έβαλαν ‘μουλαρά’ στα ζώα
που τραβούσαν κανόνια, εφόδια, ακόμη και τραυματίες στα χιόνια
και την ατέλειωτη λάσπη της Αλβανίας,
μέσα από δύσβατα μονοπάτια και γιδόστρατες.
Του’λαχε μια φοραδίτσα καφετιά σαν το κάστανο.
Τη βάφτισε ‘Ζαμπέτα’.
Την τάιζε στο στόμα από το λιγοστό φαΐ που είχαν.
Την ξέστριζε με χάδια.
Την πότιζε πρώτη πρώτη
και όλο θαυμασμό παρατηρούσε τις οπλές της.
Αν είχε τέτοια παπούτσια κι ο ίδιος,
ποτέ δεν θα πλήγωνε το ποδάρι του.
Χαιρόταν και το ζώο όταν την πλησίαζε.
Ετριβε τη μουσούδα στο στέρνο του.
Χλιμίντριζε σιγανά.
Όταν έσπασε το μέτωπο, παρά τη νικηφόρα προέλαση
κι άρχισε η άτακτη επιστροφή, γνωστά πράγματα,
ένας λοχαγός τον λυπήθηκε.
Πώς θα γυρνούσε στη Σαλονίκη κουτσός άνθρωπος;
Πάρε το μουλάρι σου.
Επαιξε το κεφάλι του κορώνα-γράμματα.
Ας ήταν καλά ο άνθρωπος…
Χίλιες ευχές…
Την καβάλησε για πρώτη φορά
κι έβγαλε τα άρβυλα από τα τουμπανιασμένα πόδια του.
Μαζί, ξεκόλλησαν και οι σάρκες.
Σε κείνους έλαχε η μπόμπα που δεν είχε σκάσει.
Ανθρωπος και ζώο, πετάχτηκαν στον αέρα
και έπεσαν μαζί στη γη.
Αυτός από τη μια,
μόνο το μισό του σώμα, από τη μέση και κάτω.
Από την άλλη η Ζαμπέτα, τα δυο πισινά ποδάρια
και λίγο από τα καπούλια της.
Ενώθηκαν τα πόδια τους, αλώβητα από την μπόμπα
και αγγίχτηκαν οι οπλές τους.
Μαίρη Κοντζόγλου
©️ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΖΩΩΝ